ντολμάν

ντολμάν
και ντολαμάν, το
επιχιτώνιο εφαρμοστό γύρω από τη μέση το οποίο κοσμείται με σειρήτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dolama «τύλιγμα» < dolamak «τυλίγω». Βλ. και ντολαμάς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ντολαμάς — και ντουλαμάς και δουλαμάς, ο ένδυμα μακρύ και ανοιχτό στο μπροστινό μέρος που δένεται με ζώνη και το οποίο χρησιμεύει ως επανωφόρι τής στολής φουστανελοφόρου και ως επιχιτώνιο ευζώνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dolama. Βλ. και ντολμάν] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”